Δημοσιογραφικός λόγος σε σύγχυση...

Της Αΐντας Σαρκισσιάν

Αν καλούμασταν να ορίσουμε τι συνεπάγεται ο δημοσιογραφικός λόγος πιθανότατα να μην βρίσκαμε την απάντηση. Αν, δε, ανατρέχαμε σε ένα λεξικό θα βρίσκαμε λήμματα απαρχαιωμένα- απαρχαιωμένα για την εποχή που διανύουμε. Γιατί η σύγχρονη δημοσιογραφία δεν περιορίζεται στα πλαίσια του Τύπου και των Media. (Είναι τα Blogs που αναδεικνύουν την ατομική πρωτοβουλία, είναι τα εναλλακτικά-νεανικά έντυπα που έχουν εγκαινιάσει έναν νέο αντί-φορμαλιστικό τρόπο γραφής, ίσως είναι και ένα graffiti στον τοίχο). Αντιλαμβανόμαστε ότι οι όροι, όπως τους ξέραμε μέχρι πριν λίγο καιρό, έχουν αλλάξει..  
Αν επιλέξουμε να αγνοήσουμε τα νέα είδη που αναδύονται ολοένα και πιο δυναμικά, τότε υπάρχει ο κίνδυνος να  μείνουμε προσκολλημένοι στην ελιτίστικη αντίληψη και διαχείριση του δημόσιου λόγου. Αν δε παραδοθούμε αμαχητί, εκεί ελλοχεύει ο κίνδυνος να  αφήσουμε στην άκρη την φροντίδα των λέξεων, την τεχνική, το σμίλευμα και να αναζητούμε διαρκώς την εύκολη λύση, την πιο ανώδυνη, αυτή που θα “κάνει τη δουλειά”  χωρίς ιδιαίτερο κόπο..        Σε αυτό επομένως το σημείο επανέρχεται η ερώτηση, αναθεωρημένη: «Τι είναι ο σύγχρονος δημοσιογραφικός λόγος;» Είναι ένα  παράθυρο στον κόσμο θα απαντούσα.. Η θέα από το παράθυρο μπορεί να είναι ακατανόητη ή δυσβάσταχτη πολλές φορές, αλλά  σκοπός του δημοσιογράφου είναι να εξηγήσει την εικόνα με κατανοητές λέξεις, με εκφράσεις ικανές να γίνουν αντιληπτές από τον καθένα μας. Οποιοσδήποτε επομένως αποφασίσει να ξεφυλλίσει τις σελίδες μιας εφημερίδας, να πατήσει το κουμπί της τηλεόρασης, του ραδιοφώνου ή του υπολογιστή  θα πρέπει να μπορεί να ενημερωθεί για την επικαιρότητα σε μια γλώσσα που δεν θα του είναι ξένη, δεν θα είναι ξύλινη και απλησίαστη. Το στομφώδες ύφος, οι υπερβολές, οι κορώνες αλλά και τα cliché- άλλη μία παθογένεια του δημοσιογραφικού λόγου σήμερα- είναι αποτυχημένες προσπάθειες εντυπωσιασμού.
Απλή γλώσσα όμως δεν συνεπάγεται απλή παράταξη λέξεων. Η τεχνική, το “χτίσιμο” του νοήματος στρώμα-στρώμα, είναι κοπιαστική δουλειά. Η κατάλληλη επιλογή λέξεων, η χρήση εκείνου του ρήματος που περιγράφει καλύτερα την δυναμική του γεγονότος που περιγράφει ο δημοσιογράφος, θα μετατρέψουν τον ειρμό του σε δημόσιο λόγο. Ολοένα και περισσότερο όμως, βλέπουμε ο προσωπικός λόγος- ο λόγος που έχει χαρακτήρα ημερολογίου- να κερδίζει έδαφος και μάλιστα να θεωρείται η νέα δημοσιογραφία. Εδώ όλα επιτρέπονται! Οι βωμολοχίες δεν αποφεύγονται πλέον γιατί είναι δείγμα ρεαλισμού και εκφράζουν καλύτερα το “λαϊκό αίσθημα”. Κατηγορίες και “λάσπη” εκτοξεύονται με θεαματική πρόοδο, συχνά χωρίς να στηρίζονται από επιχειρήματα απλά και μόνο στηριζόμενα στο θάρρος και την προσωπική θέση του γράφοντος. Οι λέξεις χάνουν το νόημα τους. Αποκτούν ρευστή, αφηρημένη μορφή τη στιγμή που αποστολή της δημοσιογραφίας είναι η αποτύπωση του πραγματικού, του απτού, του ρεαλιστικού. Ο δε ανυπόγραφος λόγος, αποποιείται τον ευθυνών του  και κρύβεται στην ανωνυμία τη στιγμή που ο δημοσιογράφος οφείλει να λαμβάνει το βάρος των όσων γράφει ή λέει.
Το δύσκολο επομένως είναι να βρεθεί ένας ορισμός που  θα απαντά στο ερώτημα που τίθεται τελευταία: Ποιά είναι η διάσταση του δημοσιογραφικού λόγου σήμερα; Υπάρχουν κανόνες που διέπουν τον λόγο μετά το “άνοιγμά” του σε νέα Μέσα; Ίσως το πάντρεμα της απλής, κυριολεκτικής γλώσσας με βασικούς κανόνες που δεν θα πρέπει να καταπατώνται είναι η χρυσή τομή που αναζητάμε.

Τα μεγάλα ρεπορτάζ: ένα ταξίδι στην ιστορία

Της Αΐντας Σαρκισσιάν

Θουκυδίδης, Βοναπάρτης, Μάρκο Πόλο, Βίκτορ Ουγκό , Κάρολος Ντίκενς, Τσότρσιλ και πλήθος άλλων μεγάλων προσωπικοτήτων, συνθέτουν την πορεία της ιστορίας μέσα από τα γραπτά τους. Δίπλα τους στέκουν οι μαρτυρίες των θυμάτων, οι οργισμένοι θύτες, η έκπληξη των ανυποψίαστων αυτοπτών μαρτύρων και των ρεπόρτερ που με τα κείμενα και τις επιστολές τους δημιουργούν ένα ψηφιδωτό που διατρέχει είκοσι πέντε αιώνες (από την αρχαιότητα έως τον 20ο αιώνα).  Η μοναδική ανθολογία «Τα μεγάλα ρεπορτάζ» του John Carey, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Νάρκισσος δίνοντας την ευκαιρία στον αναγνώστη να γνωρίσει την αθέατη πλευρά γνωστών ιστορικών γεγονότων αλλά και να μυηθεί σε άγνωστες ιστορίες που ωστόσο φωτίζουν ολόκληρες εποχές.
Η φράση «Συντομεύετε, συντομεύετε» ακούγεται στην εκτέλεση του πρώτου προτεστάντη αρχιεπισκόπου που καταδικάστηκε ως αιρετικός. Η φωτιά τον τυλίγει και ένας παρατηρητής μας μεταφέρει εκεί. Ένας Ιησουίτης ιεραπόστολος καταγράφει τις ανθρωποθυσίες των Αζτέκων στο Περού και το Μεξικό, τα κοντά άμφια του ιερέα, το είδωλο φτιαγμένο από ζύμη και κόκκους καλαμποκιού, το μεγάλο μαχαίρι φτιαγμένο από καυτό πυρόλιθο. «Λίγοι έμεναν στα κρεβάτια τους πάνω από δύο τρείς μέρες ή ακόμα και μισή μέρα. Ύστερα το φρικτό θανατικό άρχισε να μεταδίδεται παντού, ακολουθώντας την  πορεία του ήλιου.», είναι ο εφιάλτης της βουβωνικής πανώλης που σκότωσε το ¼ του πληθυσμού της Ευρώπης. «Μισοντυμένες, μερικές γυμνές από τη μέση και πάνω, αποτελούσαν ένα αηδιαστικό θέαμα και οι εγκληματικές, κυνικές εκφράσεις των συντρόφων τους με γέμισαν ανησυχία» περιγραφεί την σκοτεινή πλευρά της Αγγλίας, μια από τις πρώτες φεμινίστριες, η Φλόρα Τριστάν. Η πυρκαγιά του Λονδίνου τον Σεπτέμβριο του 1666, οι συνθήκες ζωής στις γαλλικές γαλέρες, το δέος που αισθάνθηκε ένας Άγγλος καλλιτέχνης βλέποντας για πρώτη φορά τα Ελγίνεια μάρμαρα αλλά και η καθυπόταξη του Παρισιού από τα στρατεύματα του Λουδοβίκου-Ναπολέοντα είναι όλα ανεκτίμητα τμήματα της ανθρώπινης ιστορίας και οι ασυνήθιστες, προκλητικές, χειμαρρώδεις εικόνες εντυπώνονται ζωηρά στο νου.
Παρά την έκταση του βιβλίου, το ενδιαφέρον του αναγνώστη παραμένει ζωντανό και αναζωπυρώνεται διαρκώς και αυτό γιατί οι φιγούρες και τα γεγονότα αποτυπώνονται καθαρά, χωρίς το λούστρο της ερμηνείας. Ακόμα και τυχαίες εικόνες, δίνουν το στίγμα τους: Η Μάτα Χάρι φοράει τις αραχνοΰφαντες κάλτσες της το πρωί της εκτέλεσης της, οι λιμοκτονούντες Ιρλανδοί με τα στόματά τους πράσινα από το χορτάρι που έτρωγαν. Παρ’ όλα αυτά δεν λείπει και η γοητεία της μυθοπλασίας.. Γεγονός ή μυθοπλασία  το κριτήριο της ποιότητας γραφής και παρατήρησης είναι δυνατό. Η ακριβής δε, χρονολόγηση των γεγονότων δείχνει τη ροή της ιστορίας.
Οι Έλληνες αναγνώστες του βιβλίου έχουν, όμως, έναν ακόμη λόγο να το διαβάσουν. Τα τρία πρώτα κείμενα που καλωσορίζουν τον αναγνώστη, είναι: «Ο λοιμός της Αθήνας» από τον πρώτο παρατηρητή, τον Θουκυδίδη, «Η κάθοδος των Μυρίων» του Ξενοφώντα και «Ο θάνατος του Σωκράτη» από τον Πλάτωνα. Τα τρία αυτά κείμενα, (μεταφρασμένα από τα αρχαία ελληνικά) είναι, θα λέγαμε, τα πρώτα από τα μεγάλα «ρεπορτάζ» της ιστορίας. «Ο αναγνώστης εισχωρεί όχι μόνο σ’ έναν εξωτερικό, αλλά και σε έναν εσωτερικό χώρο» τονίζει ο John Carey στην εισαγωγή του βιβλίου και σε αυτό μας βρίσκει απόλυτα σύμφωνους..